- μύγμα
μύγμα, τό, = ἄμυγμα, f. L. bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύγμα, τό, = ἄμυγμα, f. L. bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύγμα — μύγμα, τὸ (Α) 1. μούγκρισμα 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μύγματα καταξέσματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυγ τού μύζω (Ι) «μουγκρίζω, βογγώ» + κατάλ. μα (πρβλ. μυγμός)] … Dictionary of Greek