- νύγδην
νύγδην, stichweise, Apoll. Dysc. de adv. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύγδην, stichweise, Apoll. Dysc. de adv. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύγδην — (Α) επίρρ. με νύξη, με κέντημα, κεντώντας, τσιμπώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ τού νύσσω* «κεντώ, τρυπώ με αιχμηρό εργαλείο» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην)] … Dictionary of Greek
νύγδην — by pricking indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)