νύσταλος

νύσταλος

νύσταλος, schläfrig; νύσταλον γερόντιον, Cram. Anecd. Ox. I p. 31, wofür E. M. 609, 38 νυσταλογερόντιον hat, was in νυκταλογερόντιον, τό, ein schläfriger Alter, geändert ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νύσταλος — νύσταλος, ον (Α) νυσταλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυστα τού νυστάζω + κατάλ. λος (πρβλ. νυστα λέος)] …   Dictionary of Greek

  • νύσταλος — drowsy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυσταλέος — α, ο (Α νυσταλέος, α, ον) αυτός που κατέχεται από νύστα, υπναλέος νεοελλ. νωθρός, αδρανής, κοιμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νύσταλος*, κατά το υπναλέος] …   Dictionary of Greek

  • νυσταλογερόντιον — νυσταλογερόντιον, τὸ (Α) υπναλέος γέροντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύσταλος + γέρων] …   Dictionary of Greek

  • νυσταλόεις — νυσταλόεις, εσσα, εν (Μ) νυσταλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύσταλος + κατάλ. όεις (πρβλ. νπυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • παυσινύσταλος — ον, Μ αυτός που καταπαύει το νύσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + νύσταλος (< νυστάζω)] …   Dictionary of Greek

  • sneud(h)-1 —     sneud(h) 1     English meaning: drowsy, to drowse     Deutsche Übersetzung: ‘schläfrig, schlummern”     Note: perhaps to sneudh 2.     Material: Gk. νυστάζω ‘sleep; bin sleepy, careless, neglectful”, νύσταλος, λέος “ sleepy “; Lith. snáudžiu …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”