- αύστηρότης
αύστηρότης, ητος, ἡ, die Säure, das Herbe, οἴνου Xen. An. 5, 4, 29; Ggstz γλυκύτης Plat. Theaet. 178 c; mürrisches, finsteres Wesen, γήρως Legg. II, 666 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αύστηρότης, ητος, ἡ, die Säure, das Herbe, οἴνου Xen. An. 5, 4, 29; Ggstz γλυκύτης Plat. Theaet. 178 c; mürrisches, finsteres Wesen, γήρως Legg. II, 666 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐστηρότης — harshness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότησι — αὐστηρότης harshness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότησιν — αὐστηρότης harshness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητα — αὐστηρότης harshness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητας — αὐστηρότης harshness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητες — αὐστηρότης harshness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητι — αὐστηρότης harshness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητος — αὐστηρότης harshness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυστηρότητα — η (AM αὐστηρότης) η ιδιότητα του αυστηρού … Dictionary of Greek