- νύσταξις
νύσταξις, ἡ, = νυσταγμός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύσταξις, ἡ, = νυσταγμός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύσταξις — νύσταξις, ἡ (Α) [νυστάζω] νυσταγμός, νύστα … Dictionary of Greek
νώκαρ — νῶκαρ, αρος, τὸ (Α) 1. λήθαργος, κώμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια» 3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek