- νύσταγμα
νύσταγμα, τό, der Schlaf, Nick, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύσταγμα, τό, der Schlaf, Nick, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύσταγμα — νύσταγμα, τὸ (Α) [νυστάζω] 1. το να νυστάζει κάποιος 2. σύντομος ή ελαφρύς ύπνος («ὅταν επιπίπτη... φόβος ἐπ ἀνθρώπους, ἐπὶ νυσταγμάτων, ἐπὶ κοίτης», ΠΔ) … Dictionary of Greek
νυσταγμάτων — νύσταγμα nap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυσινύσταλος — ον, Μ αυτός που καταπαύει το νύσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + νύσταλος (< νυστάζω)] … Dictionary of Greek
ՆԻՐՀՈՒՄՆ — (հման.) NBH 2 0426 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. νύσταγμα, μός dormitatio, sopor. Նիրհելն. նիրհ. թմբրութիւն քնոյ. *Երազով, կամ զբաղմամբ գիշերականաւ ... նիրհմամբ յանկողնի. Յոբ. ՟Լ՟Գ. 13: *Վայրապար եւ անչափ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)