μύρτων

μύρτων

μύρτων, ωνος, ὁ, Spottname eines Weichlings, Luc. Lexinh. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύρτων — μύρτων, ὁ (Α) σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ων (πρβλ. κισσ ών, κοπρ ών)] …   Dictionary of Greek

  • Μύρτων — a debauchee masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρτων — μύρτον myrtle berry neut gen pl μύρτος myrtle fem gen pl μύρτων a debauchee masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρτον — Μύρτων a debauchee masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρτους — Μύρτων a debauchee masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρτωνα — μύρτων a debauchee masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • μυρτώνας — Οικισμός (2 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ο (Α μυρτών) τόπος κατάφυτος από μυρτιές, μυρσινώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ών (προβλ. αμπελ ών)] …   Dictionary of Greek

  • Αλάμπρα — Αρχαίο ανάκτορο και φρούριο των Μαυριτανών ηγεμόνων της Γρανάδα, χτισμένο πάνω σε ψηλό λόφο στα ανατολικά προάστια της πόλης. Αποτελεί θαυμαστό υπόδειγμα της μεταγενέστερης μαυριτανικής αρχιτεκτονικής. Η ονομασία του προέρχεται κατά μία εκδοχή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”