- μύρτινος
μύρτινος, = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρτινος, = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρτινος — η, ο (Α μύρτινος, η, ον) [μύρτος] αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά … Dictionary of Greek
μυρτίνων — μύρτινος of myrtle fem gen pl μύρτινος of myrtle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρτινον — μύρτινος of myrtle masc acc sg μύρτινος of myrtle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίνη — μύρτινος of myrtle fem nom/voc sg (attic epic ionic) μυρτίνη olive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίνης — μύρτινος of myrtle fem gen sg (attic epic ionic) μυρτίνη olive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίνου — μύρτινος of myrtle masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίνους — μύρτινος of myrtle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίνῃ — μύρτινος of myrtle fem dat sg (attic epic ionic) μυρτίνη olive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρτινοι — μύρτινος of myrtle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσινος — Παραθαλάσσια πόλη της αρχαίας Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Την εποχή του Στράβωνα, η πόλη ονομαζόταν Μυρούνιον και βρισκόταν στο δρόμο που πήγαινε από τη Δύμη στην ‘Ηλιδα. * * * μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
mirtino — ► adjetivo Que es de mirto o parecido a él. * * * mirtino, a (del lat. «myrtĭnus», del gr. «mýrtinos») adj. De [o del] mirto. ⊚ Semejante a él. * * * mirtino, na. (Del lat. myrtĭnus, y este del gr. μύρτινος). adj. De mirto. || 2. Parecido a él. * … Enciclopedia Universal