- μύρσος
μύρσος, ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρσος, ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύρσος — μύρσος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek
Μύρσος — basket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσος — basket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύρσον — Μύρσος basket masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσον — μύρσος basket masc acc sg μύρω flow aor imperat act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύρσου — Μύρσος basket masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσου — μύρσος basket masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύρσων — Μύρσος basket masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσων — μύρσος basket masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύρσῳ — Μύρσος basket masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσῳ — μύρσος basket masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)