νόημα

νόημα

νόημα, τό (das Wahrgenommene, nur in geistiger Beziehung), der Gedanke; νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα, Od. 7, 36, schnell wie der Gedanke (vgl. ϑᾶττον νοήματος ὑπηρετεῖν Xen. Mem. 4, 3, 13); τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ἔπλετο; Od. 2, 363, öfter; übh. Sinnesart, Sinn, Hes. O. 128; αἰεί τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήϑεσσι νόημα, Od. 13, 330; Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ποίησε, 14, 273; νοήματα ἐκτελέει, Il. 10, 104, u. öfter so im plur. – Uebh. Denkkraft, Verstand, Il. 19, 218; μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀϑήνη παρέπλαγξε νόημα, Od. 20, 346; σοφώτατα νοήματα παραδεξαμένους, Pind. Gl. 7, 72; Ar. Nubb. 230. 695; u. in Prosa, Plat. Parm. öfter; auch Absicht, Entschluß, Polit. 260 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Νόημα —         (noema) (греч.) мысль.         см. Ноэсис и ноэма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • νόημα — that which is perceived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… …   Dictionary of Greek

  • νόημα — το, ατος 1. ό,τι πιάνει ο νους, ιδέα, στοχασμός. 2. έννοια, σημασία: Λόγια χωρίς νόημα. 3. νεύμα, γνέψιμο: Του κανε νόημα να φύγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόημ' — νόημα , νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοημάτων — νόημα that which is perceived neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήμασι — νόημα that which is perceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήμασιν — νόημα that which is perceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματα — νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματι — νόημα that which is perceived neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματος — νόημα that which is perceived neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”