- μόθαξ
μόθαξ, ακος, ὁ, = μόϑων, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόθαξ, ακος, ὁ, = μόϑων, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόθαξ — μόθαξ, ὁ (Α) μόθων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα αξ (πρβλ. λείμ αξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος] … Dictionary of Greek
μόθαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόθακας — μόθαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόθακες — μόθαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mothax — (Ancient Greek: μόθαξ, mothax, pl.: μόθακες, mothakes) is a Doric Greek word meaning stepbrother . The term was used for a sociopolitical class in ancient Sparta, particularly during the Peloponnesian War (431 404 BC). The mothakes were primarily … Wikipedia
μέλλαξ — μέλλαξ, ακος, ὁ (Α) νεανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + επίθημα αξ. Η λ. θεωρείται υποκοριστικός τ. πιθ. τού τ. μελλείρην «έφηβος» (πρβλ. μόθαξ, υποκοριστικό τού μόθων «παιδί ειλώτων»)] … Dictionary of Greek
μούσαξ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ τοῡ βοαγοῡ τρεφόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακων. τ. αντί τού μόθαξ (< μόθος*)] … Dictionary of Greek
μόθος — μόθος, ὁ (Α) 1. ταραχή πολέμου 2. (γενικά) συμπλοκή, μάχη 3. (για άλογο) θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μόθος θα μπορούσε να συνδεθεί με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. αρχ. σλαβ. motati se «ερεθίζομαι, διεγείρομαι», ρωσ. motati «εξαφανίζω,… … Dictionary of Greek
menth-1, meth- — menth 1, meth English meaning: to mix up, stir Deutsche Übersetzung: “quirlen, drehend bewegen” Material: O.Ind. mánthati, mathnü ti “quirlt, rũhrt, schũttelt”, mántha m. “ gyration, Rũhrlöffel”, Av. mant “ bestir “; Gk. μόθος … Proto-Indo-European etymological dictionary