- νόημι
νόημι, äol. = νοέω, Greg. Cor. de dial. aeol. p. 619.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νόημι, äol. = νοέω, Greg. Cor. de dial. aeol. p. 619.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νόημι — (Α) (αιολ. τ.) βλ. νοώ … Dictionary of Greek
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek