νόα [2]

νόα [2]

νόα, als unregelmäßiger acc. von νοῦς, s. νόος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Νόα — Νόᾱ , Νόης masc nom/voc/acc dual Νόης masc voc sg Νόᾱ , Νόης masc gen sg (doric aeolic) Νόης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «πηγή». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ», άποψη που δεν φαίνεται πειστική (βλ. λ. νέω [Ι]). Περισσότερο πιθανή φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το Νῆστις*] …   Dictionary of Greek

  • νόα — νόος mind masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόας — Νόᾱς , Νόης masc acc pl Νόᾱς , Νόης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Atenea — En la mitología griega, Atenea o Atena (en griego Ἀθηνά Athēná o Ἀθήνη Athḗnē; en dórico Ἀσάνα Asána) era la diosa de la sabiduría, la estrategia y la guerra. Asociada por los etruscos con su diosa Menrva, y posteriormente por los romanos con… …   Enciclopedia Universal

  • Γκογκέν, Πολ — (Paul Gauguin, Παρίσι 1848 – Ατουάνα, νησιά Μαρκέσας 1903).Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αναμορφωτές της μοντέρνας ζωγραφικής με ευρύτατη επίδραση σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα του 20ού αι. Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 25 του… …   Dictionary of Greek

  • Сновь — (ж.) – правый приток Десны в [бывш.] Черниг. губ., др. русск. Сновь (Хож. игум. Дан. (неоднократно)); правый приток Тускори, в [бывш.] Курск. губ. Ср. др. инд. snāuti течь, струиться, омывать, сочиться , прич. snutas, греч. νέω (из *snevō) плыву …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • History of Athens — The Acropolis of Athens by Leo von Klenze Athens is one of the oldest named cities in the world, having been continuously inhabited for at least 7000 years. Situated in southern Europe, Athens became the leading city of Ancient Greece in the… …   Wikipedia

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Νόαι — Νόης masc nom/voc pl Νόᾱͅ , Νόης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”