- μόναπος
μόναπος, ὁ, bei den Päoniern = βόνασος, Arist. H. A. 9, 45, auch μόνωψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόναπος, ὁ, bei den Päoniern = βόνασος, Arist. H. A. 9, 45, auch μόνωψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόναπος — και μόναιπος ὁ (Α) παιονική ονομασία για τον βόνασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana «χαίτη», λατ. monīle, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)] … Dictionary of Greek
μόναπον — μόναπος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пеонийский язык — Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н … Википедия
Пейонский язык — Пеонийский язык Страны: Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н. э. Классификация Категория: Языки Евразии … Википедия
Пенийский язык — Пеонийский язык Страны: Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н. э. Классификация Категория: Языки Евразии … Википедия
BONASUS sive BONACUS — BONASUS, sive BONACUS Βονασὸς vel Βόναςςος Graecis, Paeonibus Μονωπὸς vel Μόναπος; melius Βονακὸς Salmafio, quasi Βούνακος vel Βοόνακος, quod corium bovis habeat com pilis; Animal Paeoniae peculiare, his verbis describitur Solino c. 40. In his… … Hofmann J. Lexicon universale
μόναιπος — μόναιπος, ὁ (Α) βλ. μόναπος … Dictionary of Greek
μόνωτος — η, ο (Α μόνωτος, ον) (για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή νεοελλ. αυτός που έχει ένα αφτί αρχ. το ζώο μόναπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρί ωτος] … Dictionary of Greek
μόνωψ — (I) μόνωψ, ωπος, ὁ (ΑΜ) το ζώο μόναπος*. (II) μόνωψ, ωπος, ὁ (Α) επίδεσμος για το ένα μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλά ωψ)] … Dictionary of Greek
mono- — mono English meaning: neck Deutsche Übersetzung: “Nacken, Hals” Note: in derivatives (esp. with formants ī, i̯o ) also “ necklace, Halsschmuck” Material: O.Ind. mányü f. “ nape “; Av. minu “Halsgeschmeide” (i from avest. ǝ)… … Proto-Indo-European etymological dictionary