βόαξ

βόαξ

βόαξ, ᾱκος, ὁ, ein Fisch, comic. Ath. VII, 286 f. zusammengezogen βῶξ, vgl. Arist. H. A. 9, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βόαξ — grunting fish masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοάκων — βόαξ grunting fish masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόακα — βόαξ grunting fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόακας — βόαξ grunting fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωξ — ο (AM βῶξ) (συνηρ. τ. του βόαξ) νεοελλ. ονομασία ψαριών του γένους Box ή Boops, γόπα ή σάλπα αρχ. είδος ψαριού που κάνει βοή και που θεωρείται ως ιερό του Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βωξ < βόαξ, με συναίρεση. Κατά τους αρχαίους το είδος αυτό του… …   Dictionary of Greek

  • γόπα — Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”