μόργος

μόργος

μόργος, , der geflochtene Wagenkorb, in den man Stroh und Spreu legte, Poll. 7, 116. – Nach Hesych. auch = μολγός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μόργος — μόργος, ὁ (Α) 1. δικτυωτό περίφραγμα πάνω από άμαξα για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις κατά τις οποίες ο τ. μόργος μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • μόργος — body of a wicker cart masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόργω — μόργος body of a wicker cart masc nom/voc/acc dual μόργος body of a wicker cart masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόργοι — μόργος body of a wicker cart masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόργον — μόργος body of a wicker cart masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόργου — μόργος body of a wicker cart masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • μοργεύω — (Α) [μόργος] μεταφέρω δράγματα, δεμάτια, με άμαξα καλυμμένη με δικτυωτό περίφραγμα το οποίο ονομαζόταν μόργος* …   Dictionary of Greek

  • LEBYNTHUS vel LEBINTHUS — LEBYNTHUS, vel LEBINTHUS ins. maris Aegaei, una Cycladum. Ovid. Met. l. 8. v. 222. Dextra Lebynthus erat, fecundaque melle Calymna. P. Mela l. 2. c. 7. in censu Sporadum. Nisyros, Lebinthos, Calydna. Plin. l. 4. c. 12. Corasiae Lebinthus, Leros.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μούργος — ο (Μ μοῡργος) νεοελλ. 1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα 2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκος μσν. ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ άλλους… …   Dictionary of Greek

  • μύρσος — μύρσος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”