- μόριμος
μόριμος, ον, poet. = μόρσιμος, μόριμον δέ οἵ ἐστ' ἀλέασϑαι, Il. 20, 302; μόριμος υἱός, Pind. Ol. 2, 42, der vom Schicksal bestimmte Oedipus; μόριμον λάχος πιμπλάντων, Aesch. Ch. 356.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόριμος, ον, poet. = μόρσιμος, μόριμον δέ οἵ ἐστ' ἀλέασϑαι, Il. 20, 302; μόριμος υἱός, Pind. Ol. 2, 42, der vom Schicksal bestimmte Oedipus; μόριμον λάχος πιμπλάντων, Aesch. Ch. 356.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόριμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόριμος — η, ο (Α μόριμος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μόριμος εντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας cerambycidae αρχ. βλ. μόρσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μόρσιμος] … Dictionary of Greek
μόριμον — μόριμος masc/fem acc sg μόριμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής … Dictionary of Greek