- μόριος
μόριος, Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόριος, Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μόριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόριος — (I) μόριος, ὁ (Α) [μόρια] προσωνυμία τού Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών τής Αθήνας. (II) μόριος, α, ον (Α) [μόρος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προορίζεται για ταφή («μορία γῆ», Ανθ. Παλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος ἄπληστος» … Dictionary of Greek
Μορίω — Μόριος masc nom/voc/acc dual Μόριος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίαις — μόριος fem dat pl μορία the sacred olives fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίη — μόριος fem nom/voc sg (epic ionic) μορία the sacred olives fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίην — μόριος fem acc sg (epic ionic) μορία the sacred olives fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίης — μόριος fem gen sg (epic ionic) μορία the sacred olives fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορίοιν — Μόριος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορίοις — Μόριος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορίοισι — Μόριος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)