μόρα — μόρᾱ , μόρα a division fem nom/voc/acc dual μόρᾱ , μόρα a division fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μόρον black mulberry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρᾳ — μόραι , μόρα a division fem nom/voc pl μόρᾱͅ , μόρα a division fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρα — (I) η (Α μόρα) στρατιωτικό τάγμα από ιππείς και οπλίτες στην αρχαία Σπάρτη στο οποίο κατατάσσονταν όλοι οι στρατεύσιμοι πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ τού μείρομαι*]. (II) η δυσφορία κατά τη διάρκεια τού ύπνου,… … Dictionary of Greek
Μόρα — η βλ. Μόρος … Dictionary of Greek
μόρα — η (λ. ιταλ.), που προκαλεί φόβο και αγωνία, ο εφιάλτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόρας — μόρᾱς , μόρα a division fem acc pl μόρᾱς , μόρα a division fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόραι — μόρα a division fem nom/voc pl μόρᾱͅ , μόρα a division fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόραν — μόρᾱν , μόρα a division fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορῶν — μόρα a division fem gen pl μορέω make with pain and toil pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόραιν — μόρα a division fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόραις — μόρα a division fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)