- νωΐτερος
νωΐτερος, unser beider, uns beiden gehörig, Il. 15, 39 Od. 12, 185, u. einzeln bei sp. Ep.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωΐτερος, unser beider, uns beiden gehörig, Il. 15, 39 Od. 12, 185, u. einzeln bei sp. Ep.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωίτερος — νωΐτερος, έρα, ον (Α) αυτός που ανήκει σε μάς τους δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νώ] … Dictionary of Greek
νωίτερος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέρω — νωίτερος of masc/neut nom/voc/acc dual νωίτερος of masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέρων — νωίτερος of fem gen pl νωίτερος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωίτερον — νωίτερος of masc acc sg νωίτερος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέραιν — νωίτερος of fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέρην — νωίτερος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέρης — νωίτερος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέροιν — νωίτερος of masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέροις — νωίτερος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωιτέρου — νωίτερος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)