νωμήτωρ

νωμήτωρ

νωμήτωρ, ορος, ὁ, der Bewegende, Lenkende, Leitende, sp. D., wie Nonn. oft; χρεῶν, Maneth. 6, 356.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νωμήτωρ — νωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει («κρεῶν νωμήτορας ἄνδρας», Μαν.) 2. κυβερνήτης, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωμῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • νωμήτορα — νωμήτωρ one who distributes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωμήτορας — νωμήτωρ one who distributes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωμήτορες — νωμήτωρ one who distributes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωμήτορι — νωμήτωρ one who distributes masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”