- μϋκη
μϋκη, ἡ, od. μυκή, das Gebrüll, Ap. Rh. 4, 1285, wo der Schol. erkl. μύκησις, Schäfer über den Accent zu vergl. Nach Galen. bei Hippocr. = μύσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μϋκη, ἡ, od. μυκή, das Gebrüll, Ap. Rh. 4, 1285, wo der Schol. erkl. μύκησις, Schäfer über den Accent zu vergl. Nach Galen. bei Hippocr. = μύσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκη — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 1.095 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Γενική άποψη του οικισμού Μύκη, στον νομό Ξάνθης. * * * (I) μύκη, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ θήκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με… … Dictionary of Greek
μυκή — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 1.095 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Γενική άποψη του οικισμού Μύκη, στον νομό Ξάνθης. * * * μυκή, ἡ (Α) μυκηθμός, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυκῶμαι… … Dictionary of Greek
μυκᾶν — μύκη fem gen pl (doric aeolic) μυκή fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκῶν — μύκη fem gen pl μυκή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκαι — μύκη fem nom/voc pl μύκᾱͅ , μύκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκαῖσι — μυκή fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκαί — μυκή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκᾶς — μυκή fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκαις — μύκη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)