μωλωπικός, voll Striemen, Schwielen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωλωπικός — μωλωπικός, ή, όν (Α) [μώλωψ] αυτός που το σώμα του είναι γεμάτο από μώλωπες, που έχει πολλές πληγές … Dictionary of Greek
μωλωπικοῦ — μωλωπικός suitable for weals masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)