μωλωπισμός

μωλωπισμός

μωλωπισμός, , das mit Schwielen Bedecken, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μωλωπισμός — ο (Μ μωλωπισμός) [μωλωπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωλωπίζω, η δημιουργία μωλώπων, ελαφρών κακώσεων …   Dictionary of Greek

  • μωλωπισμός — ο το να μωλωπιστεί κανείς, πρήξιμο ή μελάνιασμα του δέρματος έπειτα από χτύπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μωλώπωσις — μωλώπωσις, ἡ (Α) μωλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλωψ, ωπος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μωλωπῶ, όω] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόθλασις — άσεως, ἡ, Μ σύνθλιψη τής σάρκας, μωλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”