- μωμητής
μωμητής, ὁ, der Tadler, Spötter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωμητής, ὁ, der Tadler, Spötter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωμητής — μωμητής, ὁ (Α) [μωμώμαι] αυτός που κατηγορεί ή επικρίνει … Dictionary of Greek
μωμητοῦ — μωμητής censurer masc gen sg μωμητός to be blamed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητήν — μωμητής censurer masc acc sg (attic epic ionic) μωμητός to be blamed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητῶν — μωμητής censurer masc gen pl μωμητός to be blamed fem gen pl μωμητός to be blamed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητά — μωμητά̱ , μωμητής censurer masc nom/voc/acc dual μωμητής censurer masc voc sg μωμητής censurer masc nom sg (epic) μωμητός to be blamed neut nom/voc/acc pl μωμητά̱ , μωμητός to be blamed fem nom/voc/acc dual μωμητά̱ , μωμητός to be blamed fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητικός — μωμητικός, ή, όν (Α) [μωμητής] αυτός που κατακρίνει, που ψέγει … Dictionary of Greek