- μωμητός
μωμητός, tadelnswerth, Aesch. Spt. 490 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωμητός, tadelnswerth, Aesch. Spt. 490 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωμητός — μωμητός, ή, όν (Α) [μωμώμαι] 1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος 2. δυσμενής … Dictionary of Greek
μωμητός — to be blamed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητόν — μωμητός to be blamed masc acc sg μωμητός to be blamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητοί — μωμητός to be blamed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητή — μωμητός to be blamed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητῶς — μωμητός to be blamed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωμητά — μωμητά̱ , μωμητής censurer masc nom/voc/acc dual μωμητής censurer masc voc sg μωμητής censurer masc nom sg (epic) μωμητός to be blamed neut nom/voc/acc pl μωμητά̱ , μωμητός to be blamed fem nom/voc/acc dual μωμητά̱ , μωμητός to be blamed fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντομώμητος — ον, Α αυτός που κατηγορείται από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μωμητός (< μωμώμαι «κατηγορώ»), πρβλ. α μώμητος] … Dictionary of Greek
μωμητῶν — μωμητής censurer masc gen pl μωμητός to be blamed fem gen pl μωμητός to be blamed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμώμητος — ἀμώμητος, ον (Α) άμεμπτος, άψογος, ανεπίληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μωμητὸς «επικριτέος» < μωμῶμαι] … Dictionary of Greek
ԱՐԱՏԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0339 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c, 13c ա. μωμητός, ἁκάθαρτος maculatus, reprehensibilis, impurus, ἑπίκηρος fatalibus morbis obnoxius Այն՝ յորում իցէ արատ ինչ. ախտաւոր. պակասաւոր, եւ անմաքուր. պարսաւելի. ... *Առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)