μωμεύω

μωμεύω

μωμεύω, = μωμάομαι; μή τις ὀπίσσω μωμεύῃ, Od. 6, 274; Hes. O. 758.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μωμεύω — (Α) [μώμος] μωμῶμαι* …   Dictionary of Greek

  • μωμεύῃ — μωμεύω pres subj mp 2nd sg μωμεύω pres ind mp 2nd sg μωμεύω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωμεύει — μωμεύω pres ind mp 2nd sg μωμεύω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωμευθῶ — μωμεύω aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωμευόμενος — μωμεύω pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωμεύειν — μωμεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωμεύοιντο — μωμεύω pres opt mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”