- βωμιαῖος
βωμιαῖος, = folgdm, Soph. frg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωμιαῖος, = folgdm, Soph. frg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωμιαίος — βωμιαῑος, α, ον (Α) [βωμός] ο βώμιος … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek