- μωκία
μωκία, ἡ, Verhöhnung, Ael. V. H. 3, 19 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωκία, ἡ, Verhöhnung, Ael. V. H. 3, 19 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μωκία — μωκίᾱ , μωκία fem nom/voc/acc dual μωκίᾱ , μωκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωκία — μωκία, ἡ (ΑΜ) [μωκός] χλευασμός με μορφασμό προσώπου, κοροϊδευτική γκριμάτσα … Dictionary of Greek
μωκίας — μωκίᾱς , μωκία fem acc pl μωκίᾱς , μωκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωκίαν — μωκίᾱν , μωκία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)