- νωγάλευμα
νωγάλευμα, τό, Leckerei, Näscherei, bes. zum Nachtisch, im plur., Araros bei Ath. II, 47 c, τὰ ἡδέα βρώματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγάλευμα, τό, Leckerei, Näscherei, bes. zum Nachtisch, im plur., Araros bei Ath. II, 47 c, τὰ ἡδέα βρώματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγάλευμα — νωγάλευμα, τὸ (Α) [νωγαλεύω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλεύματα τα νώγαλα* … Dictionary of Greek
νωγάλευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγαλευμάτων — νωγάλευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγαλεύματα — νωγάλευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)