- νωγάλισμα
νωγάλισμα, τό, = νωγάλευμα, Poll. 6, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγάλισμα, τό, = νωγάλευμα, Poll. 6, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγάλισμα — τὸ (Α) [νωγαλίζω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλίσματα τα νώγαλα* … Dictionary of Greek
νωγαλίσματα — νωγάλισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)