μωκεύω

μωκεύω

μωκεύω, = μωκάω, spotten, Zonar.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μωκεύω — (Α) [μωκός] μωκώμαι* …   Dictionary of Greek

  • μωκεύειν — μωκεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμωκεύω — ἐπιμωκεύω (Α) χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωκεύω «χλευάζω» (< μώκος «χλευασμός»)] …   Dictionary of Greek

  • καταμωκεύω — (Α) καταμωκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μωκεύω «χλευάζω, περιπαίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”