- νωγαλεύω
νωγαλεύω, Näschereien essen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγαλεύω, Näschereien essen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωγαλεύω — (Α) [νώγαλα] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐσθίω, τρώγω νωγαλεύματα» … Dictionary of Greek
νωγαλεύειν — νωγαλεύω munch dainties pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγάλευμα — νωγάλευμα, τὸ (Α) [νωγαλεύω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλεύματα τα νώγαλα* … Dictionary of Greek
νωγαλίζω — νωγαλιζω (Α) [νώγαλα] νωγαλεύω* … Dictionary of Greek