μωκός

μωκός

μωκός, , der Spötter, neben εἴρων, Arist. H. A. 1, 9; χλευαστής, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μώκος — μῶκος, ὁ (Α) χλευασμός με μορφασμό τού προσώπου, εμπαιγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μωκός, με αναβιβασμό τού τόνου (βλ. και μωκῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • μωκός — μωκός, ὁ (Α) (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῡ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • μωκός — mocker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶκος — mockery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωκοῦ — μωκός mocker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωκῶ — μωκός mocker masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωκῶν — μωκός mocker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶκον — μῶκος mockery masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώκοις — μῶκος mockery masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώκου — μῶκος mockery masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώκους — μῶκος mockery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”