- βωκόλος
βωκόλος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωκόλος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωκόλος — βουκόλος masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BUBULCI — iam Siracidis aetate contemptim habiti, vide Ecclesiastic. c. 38. v. 26. unde nihil mirum, quod in Theocriti Bucolisco Eunica puella bubulcum hôc sermone repellat, ἔῤῥ᾿ ἀπ᾿ ἐμεῖο. Βωκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι, τάλαν: οὐ μεμάθηκα Α᾿γροίκως φιλέειν … Hofmann J. Lexicon universale
βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον … Dictionary of Greek
βωκολιάσδω — βωκολιαστής, βωκόλος (δωρ. τ.) (Α) βλ. βουκολιάζω, βουκολιαστής κ.λπ … Dictionary of Greek