- νωχελεύομαι
νωχελεύομαι, langsam, träge sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωχελεύομαι, langsam, träge sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωχελεύομαι — (Α) [νωχελής] 1. είμαι νωχελής 2. πιθ. προσποιούμαι ασθένεια … Dictionary of Greek
νωχελευομένου — νωχελεύομαι to be slothful pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)