νωταῖος

νωταῖος

νωταῖος, poet. = νωτιαῖος, Nic. Ther. 317; vgl. Lob. Phryn. 557.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νωταίος — νωταῑος, αία, ον (Α) βλ. νωτιαίος …   Dictionary of Greek

  • νωταία — νωταίᾱ , νωταῖος fem nom/voc/acc dual νωταίᾱ , νωταῖος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”