- νωχελία
νωχελία, ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωχελία, ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωχελία — νωχελίᾱ , νωχελία laziness fem nom/voc/acc dual νωχελίᾱ , νωχελία laziness fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελία — νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α) βλ. νωχέλεια … Dictionary of Greek
νωχελίας — νωχελίᾱς , νωχελία laziness fem acc pl νωχελίᾱς , νωχελία laziness fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελίαν — νωχελίᾱν , νωχελία laziness fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχελίῃ — νωχελία laziness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχέλεια — η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη [νωχελής] η ιδιότητα τού νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία … Dictionary of Greek