- ΑἸΝός
ΑἸΝός, ή, όν, ep. u. Ion. = δεινός, schrecklich, dgl. Buttmann Lexil. 1, 235; Hom. oft, δηιοτῆτι Il. 7, 40, φύλοπις 4, 15, χόλος 22, 94, κότος 16, 449, μένος 17, 565, κάματος 10, 312, τρόμος 7, 215, ὀιζύς Od. 15, 342, μόρος Il. 18, 465, ἄχος 4, 169, ὄνειρος Od. 19, 568, νεκάδεσσιν Il. 5, 886; – Pind. P. 5, 61 φόβος, 1, 15 Τάρταρος, 11, 55 ὕβρις; Soph. Ai. 692 ἄχος. – Comp. αἰνότερος Hom. einmal, Od. 11, 427, superl. αἰνότατος Hom oft, αἰνότατε Κρονίδη Il. 4, 25, αἰνοτάτη 8, 423, αἰνότ. πόλεμος Od. 8, 519, λόχος 4, 441, κακόν 12, 275, στείνει ἐν αἰνοτάτῳ Il. 8, 476, αἰνοτάτην ἔριδα 14, 389. – Advb. αἰνῶς Hom. oft, αἰνῶς δείδοικα Il. 1, 555, τεῖρε Od. 4, 441, χώσατο Il. 13, 165, αἰδέομαι 6, 441, αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ' ἔχω κακά Od. 17, 24, ἴεται 2, 327, ἄνωγεν Il. 24, 198, ἄγχι γὰρ αἰνῶς Od. 22, 136, αἰνῶς διεφαίνετο 9, 379, ἔοικεν Il. 3, 158, ἐοικότες 10, 547, φιλέεσκε Od. 1, 264, τέρπομαι 4, 597, ἥσατο 9, 353; – αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 16, 255, αἴν' ὀλοφυρόμεναι 22, 447, αἰνὰ τεκοὖσα Il. 1, 414 vgl. αἰνὰ παϑοῦσα 22, 431; – αἰνότατον περιδείδια Il. 13, 52; αἰνόϑεν αἰνῶς 7, 97; – Aesch. P. 894; Her. = sehr 4, 61. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.