ΑἴΔομαι

ΑἴΔομαι

ΑἴΔομαι, = αἰδέομαι, praes. und impf., Hom. αἴδεο imper. Il. 21, 74. 22, 82 Od. 22, 312. 344, αἰδόμενος Il. 10, 237 Od. 3, 96. 4, 326, -μένη Od. 16, 75. 19, 527, -μένω Il. 1, 331. -μένων Il. 5, 531. 15, 563, αἴδετο Il. 21, 468 Od. 6, 66. 329. 8, 86; – Aesch. Eum. 519 Suppl. 357 u. Sp. D.; auch Plut. Symp. 3, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίδομαι — αἴδομαι (Α) ποιητικός τύπος τού αἰδοῡμαι*, αλλά πολύ αρχαιότερός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *ais «σέβομαι, τιμώ, λατρεύω» (πρβλ. γερμ. Εhre «τιμή» < αρχ. άνω γερμ. era). Η οδοντική… …   Dictionary of Greek

  • ais-2 —     ais 2     English meaning: to be in awe, to worship     Deutsche Übersetzung: “ehrfũrchtig sein, verehren”     Note: The Root ais 2 : “to be in awe, to worship” is a truncated root of ai ska. The formant ska is a common Germanic suffix added …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”