- ψῡχίδιον
ψῡχίδιον, τό, dim. von ψυχή, Seelchen, Luc. navig. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχίδιον, τό, dim. von ψυχή, Seelchen, Luc. navig. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχίδιον — ψῡχίδιον , ψυχίδιον little soul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
αποφυσώ — (AM ἀποφυσῶ, άω) διώχνω κάτι με φύσημα μσν. νεοελλ. μουγκρίζω νεοελλ. 1. μυρίζω άσχημα 2. κλάνω 3. λαχανιάζω αρχ. μσν. φρ. «ἀποφυσῶ ψυχήν, ψυχίδιον, πνεῡμα» ξεψυχώ … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek