- ψῡχίζομαι
ψῡχίζομαι, ohne gebräuchliches act., kalt sein, werden, frieren, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχίζομαι, ohne gebräuchliches act., kalt sein, werden, frieren, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχίζομαι — ΜΑ [ψῡχος] ψύχομαι, παγώνω … Dictionary of Greek
ψυχιζομένην — ψυχίζομαι grow cold pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχιζόμενος — ψυχίζομαι grow cold pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)