- ψῡχίον
ψῡχίον, τό, s. ψυχεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχίον, τό, s. ψυχεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχίον — τὸ, Α [ψυχή] ψυχάριον* … Dictionary of Greek
ψυχία — ψυχίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
Ρεθύμνης νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντροδυτικής Κρήτης με όρια στα Α τον νομό Ηρακλείου και στα Δ τον νομό Χανίων, ενώ στα Β βρέχεται από το Κρητικό και στα Ν από το Λιβυκό πέλαγος. Έχει έκταση 1496 τ. χλμ. Διοικητικά ο νομός Ρ. χωρίζεται σε τέσσερις… … Dictionary of Greek