- ψῡχο-βλαβής
ψῡχο-βλαβής, ές, an der Seele verletzend, verletzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχο-βλαβής, ές, an der Seele verletzend, verletzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοοβλαβής — νοοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής, ψυχο βλαβής] … Dictionary of Greek
φιλοβλαβής — ές, Μ αυτός που επιφέρει βλάβες συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. ψυχο βλαβής] … Dictionary of Greek
φρενοβλαβής — ές, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από φρενοβλάβεια, τρελός. επίρρ... φρενοβλαβῶς Μ κατά τρόπο παράφρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + βλαβής (< βλάβη / βλάβος), πρβλ. ψυχο βλαβής] … Dictionary of Greek