- ψῡχο-δαΐκτης
ψῡχο-δαΐκτης, ὁ, die Seele zerstörend, tödtend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχο-δαΐκτης, ὁ, die Seele zerstörend, tödtend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] … Dictionary of Greek