ψῡχο-λιπής

ψῡχο-λιπής

ψῡχο-λιπής, ές, von der Seele verlassen, entseelt, seelenlos, δύναμις Ep. ad. 273 (Plan. 266), u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυμολιπής — θυμολιπής, ές (Α) λιπόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής, ψυχο λιπής] …   Dictionary of Greek

  • σαρκολιπής — ές, Α (ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο λιπής, ψυχο λιπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”