ψαλίδιον

ψαλίδιον

ψαλίδιον, τό, dim. von ψαλίς, Ar. bei Poll. 7, 95.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαλίδιον — pair of scissors neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίδιον — τὸ, ΜΑ, και ψαλλίδιον Μ βλ. ψαλίδι …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδίῳ — ψαλίδιον pair of scissors neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίδια — ψαλίδιον pair of scissors neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ножицѣ — НОЖИЦ|Ѣ (А) (3*), Ь с. мн. Ножницы: ѡдъжди б҃ъ ножицѣ. имиже кровь пѹщають, врачевны˫а надъ гробомь образы хѹдожьства ѥго, и симь знамениѥмь ѹвѣденъ бы(с) гробъ. (κоυλоύρια!) ГА XIII–XIV, 158б; то ѥсть давъшаго ми ножица. ˫ако ѿ дълани г҃нѧ ѿ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”