- ψαλίδωμα
ψαλίδωμα, τό, das Gewälbte, das Gewölbe, der Schwibbogen, Strab. 16, 1 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαλίδωμα, τό, das Gewälbte, das Gewölbe, der Schwibbogen, Strab. 16, 1 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαλίδωμα — vault neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδωμα — το, ΝΑ [ψαλιδῶ / ώνω] αψίδα … Dictionary of Greek
ψαλίδωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαλιδώνω, θόλος, τόξο, καμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλιδώμασι — ψαλίδωμα vault neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδωση — η, Ν [ψαλιδώνω] το ψαλίδωμα … Dictionary of Greek