- ψαλμ-ῳδός
ψαλμ-ῳδός, Psalmen, Loblieder singend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαλμ-ῳδός, Psalmen, Loblieder singend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… … Dictionary of Greek
ψαλτωδός — όν, Α ψαλμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλτης + ῳδός (< ᾠδή) πρβλ. ψαλμ ῳδός] … Dictionary of Greek
φωνωδία — η, Ν μουσ. η τέχνη ή η ενέργεια τού να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ωδία (< ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. vocalisation και… … Dictionary of Greek