- ψευδό-χριστος
ψευδό-χριστος, falscher Christus, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδό-χριστος, falscher Christus, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόχριστος — η, ο / φιλόχριστος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τον Χριστό, ευσεβής χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Χριστός (πρβλ. ἀντί χριστος, ψευδό χριστος)] … Dictionary of Greek
μιλτόχριστος — μιλτόχριστος, ον (Α) αλειμμένος με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + χριστός (< χρίω «αλείφω»), πρβλ. ψευδό χριστος] … Dictionary of Greek
νεόχριστος — νεόχριστος, ον (ΑΜ) μσν. (για πρόσ.) αυτός που μόλις χρίσθηκε, δηλ. αυτός που μόλις αλείφθηκε με θείο μύρο αρχ. (για τοίχο) αυτός που μόλις σοβαντίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χριστός (< χρίω), πρβλ. ψευδό χριστος] … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek